τρίπολος

τρίπολος
-ον, Α
(για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ.
β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -πόλος (< πέλομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρίπολος — thrice turned up masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίπολον — τρίπολος thrice turned up masc/fem acc sg τρίπολος thrice turned up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπόλοις — τρίπολος thrice turned up masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπόλῳ — τρίπολος thrice turned up masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARATIO — apud Graecos Romavosque communiter terna. Et quidem, quae primo arabatur terra, proscindi dicebatur Latinis, νεοῦςθαι ac νεάζεςθαι Graecis: Praeeratque huic arationi Vervactor, qui proin a Flamine Cereali cum sacrum Cereti ac Telluri faciebat,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”